ἐξέτασαν

ἐξέτασαν
ἐξετάζω
examine well
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
ἐξετάζω
examine well
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… …   Dictionary of Greek

  • κριτικισμός — Υπό ευρύτερη έννοια, φιλοσοφική θεωρία, αντίθετη προς τον δογματισμό, που θέτει υπό αμφισβήτηση τη μεταφυσική γνώση, ακόμη δε και τη δυνατότητα γνώσης, χωρίς προηγούμενη αυστηρή ανάλυση των λειτουργιών του πνεύματος. Υπό στενή έννοια, κ. είναι η… …   Dictionary of Greek

  • μικροσκοπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μικροσκόπιο ή αυτός που γίνεται με μικροσκόπιο («μικροσκοπική εξέταση») 2. αυτός που είναι τόσο μικρός ώστε να είναι ορατός μόνο με το μικροσκόπιο («μικροσκοπικά ζωύφια» 3. πολύ μικρός («μικροσκοπικό… …   Dictionary of Greek

  • σεξολογία — Κλάδος επιστημονικών ερευνών που ασχολείται με τα σεξουαλικά προβλήματα. Λέγεται και σεξουαλισμός, από τη λατινική λέξη sexualismus (γενετήσια ορμή). Τα αρχαιότερα μυθολογικά συστήματα, όπως τα κείμενα για τον έρωτα Κάμα Σούτρα, Κλωνάρια… …   Dictionary of Greek

  • συνείδηση — Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της… …   Dictionary of Greek

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… …   Dictionary of Greek

  • καρκινοπαθής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που πάσχει από την ασθένεια του καρκίνου: Εξέτασαν πολλούς καρκινοπαθείς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στρατηγική — η 1. κλάδος της πολεμικής επιστήμης που εξετάζει το γενικό τρόπο χρησιμοποίησης του στρατού στον πόλεμο: Εφάρμοσε υψηλή στρατηγική. 2. κατάστρωση γενικού σχεδίου για επίτευξη κάποιου σκοπού: Εξέτασαν τη στρατηγική που θα ακολουθήσει το κόμμα τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”